Γερασμένες και Χωρίς Μόνωση οι Μισές Κατοικίες στην Ελλάδα

Συνεχίζεται η υποβάθμιση του κτιριακού πλούτου της χώρας και ιδίως των κατοικιών, σε ευθεία συνάρτηση με την οικονομική κρίση και την ύφεση στην αγορά ακινήτων, η οποία έχει οδηγήσει την οικοδομική δραστηριότητα σε δραματική πτώση από το 2008 μέχρι σήμερα. Η εξέλιξη αυτή, που σημαίνει και την αντίστοιχη κάμψη των νέων επενδύσεων σε κατοικίες, έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή επιδείνωση της εικόνας των υφιστάμενων κατοικιών, γεγονός άλλωστε που αποτυπώθηκε και στα σχετικά στοιχεία της απογραφής του 2011, που επεξεργάστηκε η Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, από τις συνολικά 6,37 εκατ. κατοικίες της χώρας, πάνω από τις μισές και συγκεκριμένα το 53% έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980, δηλαδή πριν από τον αντισεισμικό κανονισμό του 1981 και πριν από τη διάδοση της μόνωσης ως του αποτελεσματικότερου «εργαλείου» για τη θωράκιση των κατοικιών μας και την αύξηση της ενεργειακής τους απόδοσης. Ως εκ τούτου, σήμερα, όσο τα εν λόγω ακίνητα παραμένουν σε χρήση χωρίς παράλληλα να γίνονται οι απαιτούμενες επενδύσεις για την αναβάθμισή τους, συνεχίζεται η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης για όλο και μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού. Ενδεικτικό άλλωστε της επιθυμίας πολλών ιδιοκτητών να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους και να μειώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος και θέρμανσης, είναι η μεγάλη επιτυχία του προγράμματος «Εξοικονόμηση Κατ’ Οίκον», που επιδοτεί την πραγματοποίηση εργασιών ενεργειακής αναβάθμισης των υφιστάμενων κατοικιών της χώρας.



Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 45,6% του συνόλου των κατοικιών της Ελλάδας δεν διαθέτει κανενός είδους μόνωση, ενώ εκείνες που έχουν κάποιο είδος μόνωσης ανέρχονται στο 54,4% του συνόλου. Η περιφερειακή ενότητα με το μεγαλύτερο ποσοστό κατοικιών με κάποιο είδος μόνωσης, είναι η Πιερία με 71,5%, ενώ στην Κάρπαθο εμφανίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό κατοικιών χωρίς μόνωση (78,8%).
Ανάλογη εικόνα πάντως καταγράφεται και σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόσφατη έρευνα της εταιρείας συμβούλων McKinsey υπολόγισε ότι το κόστος αντικατάστασης των ακατάλληλων για διαβίωση κατοικιών υπολογίζεται σε περίπου 9 τρισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, ή 533,6 δισ. ευρώ ετησίως. Το κόστος αυτό αφορά την αντικατάσταση των υφιστάμενων κατοικιών που δεν πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια επαρκούς διαβίωσης. Σύμφωνα με την έρευνα της εταιρείας, εκτιμάται ότι περίπου 330 εκατ. νοικοκυριά, ή 1,2 δισ. άνθρωποι από το Λονδίνο μέχρι τη Σαγκάη, διαμένουν σήμερα σε ακατάλληλα ακίνητα. Ως τέτοιες κατοικίες αξιολογούνται, π.χ., εκείνες που δεν διαθέτουν πρόσβαση σε δίκτυα αποχέτευσης και ύδρευσης. Μάλιστα, ο αριθμός αυτός μπορεί κάλλιστα να αυξηθεί σε 440 εκατ. νοικοκυριά έως το 2025, αν δεν ληφθούν τα απαιτούμενα μέτρα από τις κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, δεδομένων και των αντικειμενικών προβλημάτων χώρου που αντιμετωπίζουν πολλές μεγαλουπόλεις. Σύμφωνα με τη McKinsey, τέτοιες κινήσεις θα πρέπει να είναι η διάθεση μεγάλων εκτάσεων γης σε πολύ χαμηλό κόστος και ταυτόχρονα να απελευθερώσουν οικόπεδα που είναι αναξιοποίητα και βρίσκονται στα χέρια κερδοσκόπων ή άλλων επενδυτών.



Σχόλια